Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεροντικό Αγίου Όρους. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεροντικό Αγίου Όρους. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ: Στέφανος Μοναχός ὁ Ἀμερικάνος

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ: Στέφανος Μοναχός ὁ Ἀμερικάνος

Άποψη της Ι. Σκήτης της Αγ. Άννης

 Στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης και συγκεκριμένα στην Καλύβα «Γέννησις της Θεοτόκου», με αυταπάρνηση, ασκητική ζωή και τέλεια υπακοή, έζησε σαν τέλειος υποτακτικός ό Πάτερ Στέφανος, ό οποίος ήταν κι ό τελευταίος διάδοχος στην Καλύβη αυτή και συνεχιστής της

Ο Αρχιμ/της π. Ιωακείμενάρετης ζωής και πολιτείας, πού είχε ή ευλαβέστατη Συνοδεία του Γέροντα Γρηγορίου, πρώην Κωνσταμονίτου και του οσιότατου αρχιμανδρίτη Ιωακείμ, ό όποιος ήταν και ό Γέροντας του Μονάχου Στέφανου και επειδή είχε έρθει κι αυτός, όπως και ό Γέροντας του Ιωακείμ από την Αμερική, όλοι τον ήξεραν και τον αποκαλούσαν

«Στέφανος ό Αμερικάνος».

 

Ό Μοναχός Στέφανος, γεμάτος αγάπη, απλότητα και αγαθοσύνη, αφού με αφοσίωση υπηρέτησε το Γέροντά του αρχιμανδρίτη Ιωακείμ, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, κι αξιώθηκε να πάρει την ευχή και ευλογία του όντως αγίου εκείνου Γέροντα του, ήταν πολύ ευχαριστημένος πού πήρε αυτό το μεγάλο πνευματικό εφόδιο για κάθε πνευματικό παιδί από τον πνευματικό πατέρα και ηγούμενο του.

 

Μετά την όσιακή κοίμηση του Γέροντά του, ό Μοναχός Στέφανος, επειδή δεν είχε πλέον Γέροντα να υπηρετήσει, πήγαινε στα Μοναστήρια από τα όποια ζητούσε ελεημοσύνες. Ό,τι του δίνανε: Παξιμάδια, ρύζι, ζάχαρη, όσπρια και άλλα τρόφιμα και κηπουρικά, τα μοίραζε σε διάφορα άλλα Γεροντάκια, πού ήταν άρρωστα και κατάκοιταΚατουνάκια  σε άλλες Καλύβες, στην Αγια Άννα, στη Μικρή Αγιάννα, στα Κατουνάκια, στα Καρούλια κι όπου άλλου βρίσκονταν άρρωστο γεροντάκι.

 

Το διακόνημα αυτό, ό μακάριος Στέφανος, συνέχισε σ' όλη του τη ζωή και με χαμόγελο στα χείλη, το κομβοσχοίνι στο χέρι, την ευχή στην καρδιά και τον τορβά στην πλάτη, ήταν έτοιμος πάντα στην προσευχή και τη διακονία των πασχόντων αδελφών, σαν πάνοπλος στρατιώτης του «κάλου Σαμαρείτη» Δεσπότη Χριστού.Ασκητήριο στα Καρούλια

 

Έτσι ξεπλήρωνε τις δυο μεγάλες εντολές: Την αγάπη προς το Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον συνάνθρωπο του, επειδή είχε βαθιά πίστη στα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πού είπε: «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ό Νόμος και οι Προφήται κρέμονται» (Ματθ. ΚΒ' 40).

 

Έτσι έτοιμο τον βρήκε ό θάνατος, λίγο αδιαθέτησε και σαν το πουλάκι έφυγε από τον κόσμο τούτο, εφοδιασμένος με τις πολλές και άπειρες ευχές, πού πήρε τόσο από το Γέροντα του, όσο κι από όλους εκείνους πού έθρεψε και με κάθε τρόπο βοήθησε και περίθαλψε και πήγε με παρρησία πολλή στον αγωνοθέτη Κύριο και θεό ημών Ιησούν Χριστόν, για να λάβει το βραβείο της νίκης και να ειπεί στον δίκαιο Κριτή, εκείνα πού ό Θειος Παύλος είπε: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμο τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα λοιπόν απόκειται μοι ό της δικαιοσύνης στέφανος, όν αποδώσει μοι ό Κύριος εν εκείνη τι ήμερα ό δίκαιος Κριτής» (Β' Τιμ. Δ' 7, 8), να χαίρεται στεφανωμένος κι αυτός και να δοξάζει τον Πατέρα, τον Υίόν και το Αγιον Πνεύμα, με όλους τους αγιορείτες Πατέρες και Αγίους.

 

Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός

Από την ενάρετη αυτή Συνοδεία προέρχεται και έλαβε τα πρώτα πνευματικά φώτα, την πρακτική εξάσκηση στην αρετή και την ταπείνωση, κι ό ευλαβέστατος αρχιμανδρίτης Χερουβίμ Καράμπελας, ό όποιος με τη χάρι του Θεού και την ευχή του Γέροντά του, ίδρυσε την πνευματική Αδελφότητα «Ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ» και την ιερά Μονή στον Ωρωπό, από την οποία αδελφότητα, πολλά πνευματικά αγαθά και ψυχικά οφέλη τρύγησε και θα εξακολουθεί να τρυγάει το ευσεβές χριστεπώνυμο πλήρωμα, όσον ό ήλιος ανατέλλει και δύει.

 

Ό Πάτερ Χερουβείμ, με τον προφορικό και γραπτό λόγο, Ο Γ. Χερουβείμ (δεξιά) πολλές ψυχές έχει αφυπνίσει και οδηγήσει στο δρόμο του Θεού, με τη χάρι του «Παρακλήτου», πολλούς έχει παρακαλέσει και ψυχικά βοηθήσει, τελευταία μάλιστα με τα ωραιότατα βιβλία του πού αναφέρονται στις «Σύγχρονες αγιορείτικες Μορφές».

Η Καλύβη Γέννησης της Θεοτόκου όπου ασκήθηκαν οι Πατέρες, στο εξώφυλλο του 1ου τεύχους της σειράς «σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές» του Αρχ/του Χερουβείμ, αφιερωμένο στον Αρχιμ. Ιωακείμ

 

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Δ. - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992






ΠΗΓΕΣ:

https://paraklisi.blogspot.com/2018/09/blog-post_970.html
http://hristospanagia3.blogspot.com/

http://agiapisti.blogspot.com/2018/10/blog-post_5.html 

Πηγή : Simeiakairwn. WordPress

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ: Στέφανος Μοναχός ὁ Ἀμερικάνος

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ: Στέφανος Μοναχός ὁ Ἀμερικάνος

Άποψη της Ι. Σκήτης της Αγ. Άννης

 Στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης και συγκεκριμένα στην Καλύβα «Γέννησις της Θεοτόκου», με αυταπάρνηση, ασκητική ζωή και τέλεια υπακοή, έζησε σαν τέλειος υποτακτικός ό Πάτερ Στέφανος, ό οποίος ήταν κι ό τελευταίος διάδοχος στην Καλύβη αυτή και συνεχιστής της

Ο Αρχιμ/της π. Ιωακείμενάρετης ζωής και πολιτείας, πού είχε ή ευλαβέστατη Συνοδεία του Γέροντα Γρηγορίου, πρώην Κωνσταμονίτου και του οσιότατου αρχιμανδρίτη Ιωακείμ, ό όποιος ήταν και ό Γέροντας του Μονάχου Στέφανου και επειδή είχε έρθει κι αυτός, όπως και ό Γέροντας του Ιωακείμ από την Αμερική, όλοι τον ήξεραν και τον αποκαλούσαν

«Στέφανος ό Αμερικάνος».

 

Ό Μοναχός Στέφανος, γεμάτος αγάπη, απλότητα και αγαθοσύνη, αφού με αφοσίωση υπηρέτησε το Γέροντά του αρχιμανδρίτη Ιωακείμ, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, κι αξιώθηκε να πάρει την ευχή και ευλογία του όντως αγίου εκείνου Γέροντα του, ήταν πολύ ευχαριστημένος πού πήρε αυτό το μεγάλο πνευματικό εφόδιο για κάθε πνευματικό παιδί από τον πνευματικό πατέρα και ηγούμενο του.

 

Μετά την όσιακή κοίμηση του Γέροντά του, ό Μοναχός Στέφανος, επειδή δεν είχε πλέον Γέροντα να υπηρετήσει, πήγαινε στα Μοναστήρια από τα όποια ζητούσε ελεημοσύνες. Ό,τι του δίνανε: Παξιμάδια, ρύζι, ζάχαρη, όσπρια και άλλα τρόφιμα και κηπουρικά, τα μοίραζε σε διάφορα άλλα Γεροντάκια, πού ήταν άρρωστα και κατάκοιταΚατουνάκια  σε άλλες Καλύβες, στην Αγια Άννα, στη Μικρή Αγιάννα, στα Κατουνάκια, στα Καρούλια κι όπου άλλου βρίσκονταν άρρωστο γεροντάκι.

 

Το διακόνημα αυτό, ό μακάριος Στέφανος, συνέχισε σ' όλη του τη ζωή και με χαμόγελο στα χείλη, το κομβοσχοίνι στο χέρι, την ευχή στην καρδιά και τον τορβά στην πλάτη, ήταν έτοιμος πάντα στην προσευχή και τη διακονία των πασχόντων αδελφών, σαν πάνοπλος στρατιώτης του «κάλου Σαμαρείτη» Δεσπότη Χριστού.Ασκητήριο στα Καρούλια

 

Έτσι ξεπλήρωνε τις δυο μεγάλες εντολές: Την αγάπη προς το Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον συνάνθρωπο του, επειδή είχε βαθιά πίστη στα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πού είπε: «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ό Νόμος και οι Προφήται κρέμονται» (Ματθ. ΚΒ' 40).

 

Έτσι έτοιμο τον βρήκε ό θάνατος, λίγο αδιαθέτησε και σαν το πουλάκι έφυγε από τον κόσμο τούτο, εφοδιασμένος με τις πολλές και άπειρες ευχές, πού πήρε τόσο από το Γέροντα του, όσο κι από όλους εκείνους πού έθρεψε και με κάθε τρόπο βοήθησε και περίθαλψε και πήγε με παρρησία πολλή στον αγωνοθέτη Κύριο και θεό ημών Ιησούν Χριστόν, για να λάβει το βραβείο της νίκης και να ειπεί στον δίκαιο Κριτή, εκείνα πού ό Θειος Παύλος είπε: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμο τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα λοιπόν απόκειται μοι ό της δικαιοσύνης στέφανος, όν αποδώσει μοι ό Κύριος εν εκείνη τι ήμερα ό δίκαιος Κριτής» (Β' Τιμ. Δ' 7, 8), να χαίρεται στεφανωμένος κι αυτός και να δοξάζει τον Πατέρα, τον Υίόν και το Αγιον Πνεύμα, με όλους τους αγιορείτες Πατέρες και Αγίους.

 

Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός

Από την ενάρετη αυτή Συνοδεία προέρχεται και έλαβε τα πρώτα πνευματικά φώτα, την πρακτική εξάσκηση στην αρετή και την ταπείνωση, κι ό ευλαβέστατος αρχιμανδρίτης Χερουβίμ Καράμπελας, ό όποιος με τη χάρι του Θεού και την ευχή του Γέροντά του, ίδρυσε την πνευματική Αδελφότητα «Ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ» και την ιερά Μονή στον Ωρωπό, από την οποία αδελφότητα, πολλά πνευματικά αγαθά και ψυχικά οφέλη τρύγησε και θα εξακολουθεί να τρυγάει το ευσεβές χριστεπώνυμο πλήρωμα, όσον ό ήλιος ανατέλλει και δύει.

 

Ό Πάτερ Χερουβείμ, με τον προφορικό και γραπτό λόγο, Ο Γ. Χερουβείμ (δεξιά) πολλές ψυχές έχει αφυπνίσει και οδηγήσει στο δρόμο του Θεού, με τη χάρι του «Παρακλήτου», πολλούς έχει παρακαλέσει και ψυχικά βοηθήσει, τελευταία μάλιστα με τα ωραιότατα βιβλία του πού αναφέρονται στις «Σύγχρονες αγιορείτικες Μορφές».

Η Καλύβη Γέννησης της Θεοτόκου όπου ασκήθηκαν οι Πατέρες, στο εξώφυλλο του 1ου τεύχους της σειράς «σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές» του Αρχ/του Χερουβείμ, αφιερωμένο στον Αρχιμ. Ιωακείμ

 

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Δ. - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Θα σε μάθω να προσεύχεσαι!

(Οσίου Γέροντος παπα-Ευφραιμ Κατουνακιώτου λόγοι).....Θα σου δείξω εγώ πως να προσεύχεσαι, και μου λες αν μπορείς ή όχι.Ακούμπησε το εργόχειρό του δίπλα, σηκώθηκε, τίναξε τα ξυλαράκια απ’ την ποδιά του, και ψηλός, λευκογένειος, ιεροπρεπής πλησίασε τον νιπτήρα λέγοντας:–

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Ο πνευματικός παπά Δανιήλ ερημίτης. Γεροντικό Αγίου Όρους.

Ο πνευματικος Παπα-Δανιήλ ερημιτης

Στο ησυχαστικο Καλυβι του Αγιου Πετρου, ο Πνευματικος Παπα-Δανιηλ ηταν πολυ προχωρημενος στην κατα Θεον ζωη και εναρετη πολιτεια, τοσο που τον αξιωσεν ο Θεος, καθε Σαββατο, να κοινωνει και να δινει τα Αχραντα Μυστηρια, το Σωμα και το Αιμα του Δεσποτη Χριστου, στους Αγιους, οι οποίοι, πριν απο 70 χρονια, κυκλοφορουσαν στα μερη εκεινα και κατα καιρους, οπως ομολογουν πολλοι σεβασμιοι και αξιοπιστοι Πατερες, φανερωνωνται οπου και σ'οποιον, προβλεπουν αυτοι, πως η εμφανισι τους θα οικοδομισει και θα οδηγησει αυτον ή αυτους που θα τους ιδουν, στην εναρετη ζωη και στον θειο ζηλο της νοερας προσευχης και αγνης πολιτειας.

Οι Αγιοι αυτοι, δεκα τον αριθμον, περιφερονται στα ερημικοτερα μερη του Αθωνα και ειναι αορατοι, πριν απο πολλα χρονια παρουσιαστηκαν στον Πνευματικο τους Παπα-Δανιηλ και τον παρακαλεσαν να τους κοινωνει και μεταδιδει τα "Αγια των Αγιων" του Θεου Μυστηρια, αλλα δεν πρεπει, του ειπαν, να μαθει κανεις την πραξι αυτη. Του ωρισαν πως θα πηγαινουν καθε Σαββατο και θα πρεπει την ημερα εκεινη να μη δεχεται κανεναν επισκεπτη, κι αν τυχον παει κανεις, να φροντιζει εγκαιρα να τον διωχνει.

Τουτο γινονταν πολλα χρονια κι ο Πνευματικος Παπα-Δανιηλ τα καταφερνε ετσι, που να μη βρισκεται εκει κανεις, οταν θα πηγαιναν οι Αγιοι αυτοι ερημιτες, ουτε ο υποτακτικος του Παπα-Αντωνης, που κι αυτος ηταν πνευματικος, αλλα κατα την εντολη των ερημιτων Αγιων κι απ'αυτον το ειχε αποκρυψει.

Ενα Σαββατο ομως, απο φθονο του πειρασμου ή από απλη συμπτωσι, την ωρα που θα πηγαιναν οι ερημιτες, επισκεφτηκε τον Πνευματικο ενας μακρινος αδερφικος του φιλος, τον οποιο επειδη δεν προλαβε να διωξει, τον εκρυψε στην εκκλησια.

Οι Αγιοι πηγαν στον Πνευματικο, και ο ξενος απο την κρυπτη του, εβλεπε τους Αγιους που κοινωνουσαν απο το παραθυρο της προσκομιδης. Οταν τελειωσε η θεια Κοινωνια, οι Αγιοι ευχαριστησαν τον Πνευματικο, ζητησαν συγχωρεσι και του ειπαν, πως επειδη δε φυλαξε τη συμφωνια που ειχαν κανει, δεν προκειται να τους ξαναειδει. Και πραγματι, απο τοτε δεν τους ειδε αλλη φορα, λεγουν δε μερικοι Πατερες, πως μετα πηγαιναν στον Πνευματικο Παπα-Γρηγορη, που εμενε στη Μικρη Αγιαννα και κοινωνουσαν απ'αυτον, οσο βρισκονταν αυτος στη ζωη. Μετα κανεις δεν γνωριζει τι απεγιναν.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Δέκα άγνωστοι και ανώνυμοι Άγιοι.

Δέκα άγνωστοι και ανώνυμοι Άγιοι

  
Ο Κύριλλος Μοναχός, Γέροντας της Καλύβης «Τίμιος Σταυρός» των καλλιτεχνών αγιογράφων Ανανναίων και Δίκαιος της Ιεράς Σκήτης της Αγίας Άννης, κατά το σωτήριον έτος 1977-1978, μας διηγήθηκε ότι στις 20 του μηνός Σεπτεμβρίου 1977, ήρθε στο Κυριακό – κεντρικός ναός Σκήτης – ένας Λιβανέζος χριστιανός ορθόδοξος, ο οποίος είπε ότι λόγω της εμπόλεμης καταστάσεως στην πατρίδα του, ήταν πρόσφυγας κι έμενε στη Πόλι Κανά της Γαλιλαίας.

Ο Λιβανέζος ζήτησε, από το Δίκαιο, Πατέρα Κύριλλο, να του δείξει το δρόμο που οδηγεί στην κορυφή του Άθωνα. Ο Π. Κύριλλος πρόθυμα έδειξε το δρόμο που ζητούσε, κι ο ευλαβής αυτός προσκυνητής ξεκίνησε για την κορυφή, η οποία φτάνει τα 2.030 μ. ύψος και επειδή χρειάζονται περισσότερο απο 4 ώρες οδοιπορία, από την Αγιάννα μέχρι να φθάσει στην κορυφή, όπου υπάρχει και μικρό εκκλησάκι επ’ονόματι της «Μεταμορφώσεως του Κυρίου», έπρεπε να φύγει πρωΐ.

Για το λόγο αυτό, ο Λιβανέζος έφυγε πολύ πρωΐ και το βραδάκι γύρισε πάλι στο «Κυριακό» της Σκήτης, φιλοξενήθηκε και κοιμήθηκε. Την άλλη μέρα, μετά τη θεία λειτουργία, ετοιμάστηκε για να φύγει, αλλά θυμήθηκε να ρωτήσει κάτι που δεν μπόρεσε να καταλάβει και του έκανε ιδιαίτερη εντύπωσι. Έτσι μπροστά σε άλλους Πατέρες της Σκήτης, με τα λίγα σπασμένα Ελληνικά που μιλούσε είπε, πως όταν κατέβαινε από την κορυφή του Άθωνα, στην τοποθεσία που λέγεται «Βαβύλα» εκεί που αρχίζει ο πολύς κατήφορος, αισθάνθηκε υπερβολική κούρασι και θέλησε λιγο να καθήσει να ξεκουραστεί. Εκεί που πήγε να βρεί κατάλληλο μέρος, ξάφνου βλέπει μπροστά του ένα σπίτι απο το οποίο βγήκαν δύο σεβάσμιοι Μοναχοί, οι οποίοι τον δέχθηκαν μέσα στο σπίτι και του πρόσφεραν σύκα νωπά φρέσκα και γλυκό νερό, έφαγε και ήπιε το κρύο νερό, και όπως είπε, τόση γλύκα και νοστιμιά αισθάνθηκε, που δεν μπορούσε να την περιγράψει, αλλά και κατά περίεργο τρόπο όλη η κούρασι που είχε, μετά από το κέρασμα, εξαφανίστηκε.

Μέσα στο κλουβί αυτό είδε δέκα σεβάσμιους Μοναχούς, τους οποίους είδε να στηρίζωνται, ο καθένας τους, πάνω σε μια γυριστή στη μέση μονόξυλη μαγκούρα και με το κομποσχοίνι στο χέρι όλοι να προσεύχωνται.
Τους ρώτησε, πόσον καιρό έχουν που μένουν εκεί; Κι αυτοί του απάντησαν πως έχουν πάρα πολλά χρόνια, και δεν κάνουν σχεδόν καμία άλλη εργασία, παρά να προσεύχονται για όλο τον κόσμο. Αυτό κίνησε την περιέργεια του Λιβανέζου, κι όταν έφυγε σ’όλο το δρόμο, όπως έλεγε, σκεφτόταν αυτό που του είπαν ότι έχουν πάρα πολλά χρόνια εκεί προσευχόμενοι, ενώ η ηλικία τους δεν έδειχνε να είναι και πολύ μεγάλη και γι’αυτό ρωτούσε το Δίκαιο και τους Πατέρες. Πώς του είπαν αυτοί οι Μοναχοί, που φαίνονταν να είναι της ίδιας ηλικίας, οτι ασκητεύουν πάρα πολλά χρόνια εκεί;

Ο Δίκαιος Πατήρ Κύριλλος, και οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης έμειναν έκθαμβοι και κατάπληκτοι, από την αποκάλυψι αυτή, που προφανώς ο Πανάγαθος Θεός «κρίμασιν οίς Αυτός οίδε» έδειξε στον Λιβανέζο, διότι όλοι γνωρίζουν, πως στο μέρος εκείνο δεν υπάρχει ούτε σπίτι, ούτε Μοναχοί να μένουν εκεί κοντά στην περιοχή αυτή. Τότε όλοι με ένα στόμα και μια καρδιά δόξασαν το Θεό και είπαν στον ξένο ευλαβή προσκυνητή: «Αδερφέ, δώσε δόξα και ευχαριστία στο μεγαλοδύναμο και παντοδύναμο Κύριο και Θεό μας, που σε αξίωσε να ιδείς εκλεκτούς δούλους και Αγίους του, διότι αυτούς που είδες εσύ χτές δεν ήσαν Μοναχοί, αλλά ήσαν Άγιοι και Όσιοι Πατέρες του Όρους, τους οποίους κανείς από μας δεν αξιώθηκε να ιδεί, αλλά κατά καιρούς έχουν φανερωθεί σε μερικούς ευλαβείς Μοναχούς και σε καλούς και ευλαβείς χριστιανούς προσκυνητές, ένας από τους οποίους φαίνεται πως θα είσαι και εσύ!!! Ο Λιβανέζος ανεχώρησε ευλογών και δοξάζων τον Θεόν, τον «Θαυμαστόν εν τις Αγίοις Αυτού».
Πηγή :agiooros. net

Φοβερό θαύμα στην Μονή Αγίου Παύλου. Γεροντικό Αγίου Όρους.

ΦΟΒΕΡΟ ΘΑΥΜΑ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ


Οι Πατέρες της Νέας Σκήτης μου διηγήθηκαν το ακόλουθο θαύμα, πού έγινε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου.

Επί ηγουμενίας του αρχιμανδρίτη Σεραφείμ, κατά το έτος 1935 με 36 όταν, το άγιο Πάσχα όλοι οι Πατέρες και αδελφοί της Μονής, 60 τον αριθμόν, κατά την Παράδοση βγήκαν έξω στο προαύλιο να κάνουν την Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά το «Χριστός Ανέστη», ό Καθηγούμενος Σεραφείμ, σε ένα από τα πιο αγαθά, άπλα, αλλά και πιστά γεροντάκια, τον αδελφό της Μονής και πρόθυμο εργάτη της υπακοής Γέρο - Θωμά είπε: «Γέρο Θωμά, πήγαινε σε παρακαλώ κάτω στο οστεοφυλάκιο να ειπείς στα κόκαλα εκεί των Πατέρων το «Χριστός Ανέστη».

Ό Γέρο - Θωμάς πρόθυμος, χωρίς να σκεφτεί καθόλου που θα πάει, είπε «Να είναι ευλογημένο Γέροντα» αμέσως ξεκίνησε και πήγε στα οστά και είπε μεγαλοφώνος: «Ό ηγούμενος μ' έστειλε να σας ειπώ το «Χριστός Ανέστη» Πατέρες και Αδελφοί». Αμέσως όλα τα οστά έτριξαν, χόρεψαν κι αναπήδησαν, μια νεκροκεφαλή μάλιστα σηκώθηκε ως ένα μέτρο ψηλά κι απήντησε στο χαιρετισμό του Γέροντα και είπε: «Αληθώς ανέστη ό Κύριος» και αμέσως έγινε και πάλι νεκρική σιγή στα οστά.

Ό Γέρο - Θωμάς γύρισε και σε ερώτηση του ηγουμένου, του είπε όσα είδε και άκουσε. Έφριξαν όλοι οί Πατέρες πού το άκουσαν και όλοι μ' ένα στόμα δόξασαν το Θεό, πού ή Πίστη μας είναι ζωντανή, αληθινή και παναγία!

Πηγή :pigizois. net

Θαύμα του Αγίου Ιωάννου Κουκουζέλη. Γεροντικό Αγίου Όρους.

Θαύμα του Αγίου Ιωάννου «Κουκουζέλη»

Ο Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης, όπως αναφέρει ο βίος του, στο μέγα Συναξ. Βίκτ. Ματθαίου 1η Οκτωβρίου, έφυγε κρυφά από το παλάτι του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κομνηνού (12ος αιών) και πήγε στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας και επειδή ο Βασιλιάς καταζητούσε να τον βρεί παντού, δήλωσε στο Μοναστήρι, ότι στην κοσμική ζωή ήταν βοσκός προβάτων και ο ηγούμενος της Μονής Λαύρας του ανέθεσε το διακόνημα, να βόσκει τους τράγους της Μονής στο δάσος. Ο Ιωάννης μετά χαράς δέχτηκε το διακόνημα αυτό και απ’εκείνης της ημέρας έμενε στο δάσος, που η Λαύρα είχε ειδικά σπιτάκια για τους φύλακες των ζώων, τα λεγόμενα «τραγιάρικα».

Μια μέρα στην περιοχή αυτή βρισκόμενος για τη βοσκή των ζώων, που αφθονεί στα μέρη εκείνα, και ενώ τα ζώα έβοσκαν, αυτός θυμήθηκε τους ωραίους εκκλησιαστικούς ύμνους, που έψαλλε στην εκκλησία και στο παλάτι του Βασιλιά κι άρχισε να ψάλλει. Όταν έψαλλε ήταν τόσο γλυκειά και μελωδική η φωνή του, που όλα τα τραγιά μαζεύτηκαν γύρω του, άφησαν τη βοσκή τους, σταμάτησαν να τρώνε και επί ώρες, που ο Άγιος Ιωάννης έψαλλε, αυτά είχαν σηκωθεί στας δύο τους πόδια κι ακούγανε με προσοχή, σαν να ήταν λογικά όντα, την ωραία μελωδία που έβγαινε από το στόμα του «Κουκουζέλη».

Το εξαίσιο τούτο θέαμα, από μακρυά βλέποντες οι ερημίτες, από τις ασκητικές τους Καλύβες, έτρεξαν την άλλη μέρα και ανάφεραν το γεγονός στον ηγούμενο της Λαύρας, όπου με το θαυμάσιο αυτό τρόπο αποκαλύφθηκε η πραγματική ιδιότητα του Κουκουζέλη.

Ο ηγούμενος τότε, αφού τον κούρεψε Καλόγερο, τον κράτησε να ψάλλει στη Μονή σαν δεξιός ψάλτης με την αγγελική του φωνή.

Πηγή :agiooros. net

Ο ασκητής και ο άγγελος.

Κάποιος αββάς που ασκήτευε και είχε παρρησία στο Θεό, τον παρακαλούσε με δάκρυα να του φανερώσει τον τρόπο που ο Θεός κρίνει και αποφασίζει σε κάποιες περιπτώσεις και που οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν, αλλά νομίζουν ότι πρόκειται για παράξενα πράγματα. Ο Θεός όμως για πολύ καιρό δεν ήθελε να του φανερώσει τίποτα, επειδή ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει και να καταλάβει τα μυστήρια του Θεού. Ο ασκητής πάλι δεν έπαυε νύχτα και μέρα να κάνει τη σχετική δέηση. Μια μέρα λοιπόν ο Θεός, θέλοντας να τον πληροφορήσει, έβαλε στην καρδιά του τον λογισμό να πάει να δει ένα γέροντα ασκητή, που βρισκόταν σε άλλο τόπο, όπου για να φτάσει κανείς έπρεπε να περπατήσει πολλές μέρες.

Σαν άρχισε την πορεία ο ασκητής, έστειλε ο Θεός στον δρόμο του έναν άγγελο με μορφή νέου καλογήρου, που τον χαιρέτησε με το «ευλόγησον πάτερ». Ο γέρων ασκητής αποκρίθηκε: «ο Θεός να σε συγχωρέσει, τέκνον μου». Τότε ο άγγελος ρώτησε τον γέροντα: «που πηγαίνεις, αββά;» και ο γέρων απάντησε: «πηγαίνω στον τάδε ασκητή να τον δω». Κι ο άγγελος είπε: «κι εγώ εκεί πηγαίνω και ας προχωρήσουμε μαζί».

Αφού περπάτησαν οι δυό τους την πρώτη μέρα, έφθασαν το βράδυ σ΄ένα χωριό και κατέλυσαν στο σπίτι ενός ευλαβούς και φιλόξενου ανθρώπου, που τους φιλοξένησε. Μάλιστα έφερε στην τράπεζα έναν ασημένιο δίσκο. Την ώρα που επρόκειτο να αναχωρήσουν, πήρε ο άγγελος τον δίσκο κρυφά, τον πέταξε στον αέρα και ο δίσκος χάθηκε. Ο γέρων σαν το είδε αυτό λυπήθηκε, όμως δεν είπε τίποτα.

Την δεύτερη μέρα έφθασαν σε ένα άλλο χωριό, όπου τους περιποιήθηκε φιλόξενα ένας ευλαβής χριστιανός. Αυτός είχε ένα μονάκριβο γιό και τον έφερε να τον ευλογήσουν και να του δώσουν την ευχή τους. Ο άγγελος όμως την ώρα που επρόκειτο να φύγει μαζί με τον ασκητή, έπιασε το παιδί από το λαιμό και το έπνιξε. Μπροστά σ΄αυτό το θέαμα ο γέρων δοκίμασε μεγάλη έκπληξη και τρόμαξε, αλλά και πάλι δεν μίλησε.

Αφού περπάτησαν και την Τρίτη μέρα, έφθασαν σ΄ένα άλλο μέρος, αλλά επειδή δεν βρήκαν κανένα να τους υποδεχθεί κάθισαν σε μια αυλή που είχε έναν τοίχο έτοιμο να πέσει. Ο άγγελος σηκώθηκε, ανασκουμπώθηκε, τον γκρέμισε και τον ξαναέκτισε αμέσως από τα θεμέλια.

Αντικρύζοντας κι αυτό το τελευταίο ο γέροντας δεν μπόρεσε πλέον να σιωπήσει, αλλά άρχισε να του λέει: σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού του Υψίστου να μου πεις την αλήθεια. Τι είναι αυτά που έκανες; Άγγελος είσαι ή δαίμονας; Αυτά που έκανες δεν είναι έργα ανθρώπου. Κι όταν ο άγγελος ρώτησε «τι έκανα;», ο γέροντας είπε: «χθες και προχθές που μας δέχθηκαν εκείνοι οι φιλόχριστοι άνθρωποι και μας φιλοξένησαν, εσύ του μεν ενός πήρες τον ασημένιο δίσκο και τον πέταξες στον αέρα και εξαφανίσθηκε, του Δε άλλου έπνιξες τον γιο. Και εδώ που ήρθαμε δεν μας πρόσφεραν καμμιά περιποίηση ή φιλοξενία, καταπιάστηκες με το κτίσιμο και τους ευεργετείς».

Τότε του αποκρίθηκε ο άγγελος: «άκουσε αββά, κι εγώ θα σου φανερώσω την αλήθεια των πραγμάτων. Ο πρώτος που μας δέχθηκε είναι άνθρωπος θεοφιλής και δίκαιος και διοικεί τα υπάρχοντά του κατά τις εντολές του Θεού. Εκείνος όμως ο ασημένιος δίσκος προέρχονταν από άδικη κληρονομιά και για να μην χάσει κοντά σ΄αυτόν και τον μισθό από τα καλά του έργα, με πρόσταξε ο Θεός να τον εξαφανίσω, ώστε να είναι η φιλοξενία του καθαρή και απαλλαγμένη από ανομία. Ο άλλος πάλι που μας φιλοξένησε, είναι ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος και αν ζούσε ο γιος του, επρόκειτο να γίνει όργανο του σατανά και να διαπράξει πολλά κακά που θα έκαναν να λησμονηθούν τα καλά έργα του πατέρα του. Γι΄αυτό όρισε ο Θεός να πεθάνει κι εκείνος έτσι μικρός, για να σωθεί και η δική του ψυχή και του πατέρα του». Τότε ο γέροντας είπε: «όλα αυτά τα έκανες καλά, τι έχεις όμως να πεις για την τελευταία περίπτωση;» και ο άγγελος απάντησε: « μάθε, πάτερ, και γι΄αυτό, ότι ο νοικοκύρης αυτής της αυλής είναι κακός και άδικος και θέλει να βλάψει πολλούς, αλλά δεν το μπορεί εξαιτίας της φτώχιας του. Ο παππούς του όταν έκτιζε αυτόν τον τοίχο, έκρυψε μέσα σ΄αυτόν χρήματα πολλά, κι αν τον είχα αφήσει να πέσει, ο κακότροπος αυτός ιδιοκτήτης, θέλοντας να τον κτίσει, θα εύρισκε μέσα στα κατεδαφισμένα υλικά αυτά τα χρήματα και θα τα χρησιμοποιούσε για να κάνει το κακό που ήθελε. Γι αυτό με πρόσταξε ο Θεός να στερεώσω τον τοίχο, για να μη βρει τα χρήματα ο κακός αυτός άνθρωπος, που επρόκειτο να τα χρησιμοποιήσει στις κακές του επιθυμίες και να βλάψει τους ανθρώπους. Και ξέρει ο Θεός πότε θα τον φανερώσει, σε άνθρωπο που πρέπει και θα τον χρησιμοποιήσει σε καλά έργα. Είδες, λοιπόν πως κρίνει ο Θεός σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ζητούσες να μάθεις. Γι αυτό πήγαινε στο κελί σου και μη σε μέλει για τα πράγματα του κόσμου, πως και γιατί γίνονται. Διότι τα κρίματα του Θεού είναι απροσμέτρητη άβυσσος, όπως είπε ο προφήτης, και οι ενέργειές Του ανεξιχνίαστες και ακατανόητες και δεν μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίζει τα πάντα με ακρίβεια. Πίστευε λοιπόν, πάτερ, ότι ο Θεός είναι δίκαιος και δεν κάνει καμμία αδικία. Όσα επιτρέπει να γίνονται, όλα δικαίως γίνονται.

Όταν άκουσε αυτά από τον άγγελο ο ασκητής, δόξασε τον Θεό και, αφού αποσύρθηκε στο κελλί του, στο εξής δεν εξέταζε τίποτα.

Εκ του περιοδικού Θεοδρομία 

impantokratoros.gr

Από το προφορικό Γεροντικό Αγίου Όρους. Θαυμαστή φανέρωσης του Αγίου Σπυρίδωνος. 

Θαυμαστή φανέρωσης του Αγίου Σπυρίδωνος. 

Πριν λίγες δεκαετίες μόλις στο κελί του Αγίου Σπυρίδωνος που βρίσκεται λίγο πιο πάνω από την Μονή του Κουτλουμουσίου οι Κερκυραίοι, όπως είναι γνωστοί οι 2 μοναχοί που εγκαταβιώνουν μέχρι και σήμερα στο κελί αυτό λόγω της καταγωγής τους από την Κέρκυρα, ετοιμάζονταν για την πανήγυρη του Αγίου Σπυρίδωνος στις 12 του Δεκέμβρη.

Όπως συνηθίζεται στις πανηγύρεις των κελιών αλλά και των μοναστηριών του Αγίου Όρους μετά το πέρας της ολονύχτιας αγρυπνίας ετοιμάζεται τράπεζα επίσημη για όλους όσους παρευρέθηκαν στην αγρυπνία και το ''επίσημο'' φαγητό της τραπέζης αυτής είναι το ψάρι.

Οι Κερκυραίοι όμως εκείνο το διάστημα δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο και ήτο στεναχωρημένοι.

Αποφάσισαν δε να κάνουν μια πιο λιτή πανήγυρη χωρίς να παραθέσουν τράπεζα παρά μόνο ένα μικρό κέρασμα.

Κανά δυό μέρες πριν την πανήγυρη εμφανίζεται ένας ψηλός αδύνατος με πολύ ασκητική μορφή γέροντας ρασοφόρος σε λιμάνι του Αγίου Όρους, βρήκε έναν ψαρά και του έδωσε χρήματα λέγοντας του να φέρει στο κελί του τα ψάρια που αντιστοιχούν στα χρήματα που του έδωσε.

Σε ποιο κελί τον ρώτησε ο ψαράς και του απάντησε ο γέροντας υποδεικνύοντας τον ακριβή τόπο του κελιού.

Σε ποιόν να τα δώσω γέροντα τον ξαναρώτησε παίρνοντας την απάντηση στον γέροντα του κελιού.

Εσείς ποιος είστε ρωτά ο ψαράς, ο γέροντας του κελιού του απάντησε και έφυγε βιαστικά λέγοντάς του πως θα τον περιμένει σύντομα και πως πάει για τις ετοιμασίες της πανήγυρης διότι δεν έχει πολύ χρόνο.

Έτσι και έκανε ο ψαράς, ανοίχτηκε στην θάλασσα και άπλωσε τα δίχτυα του μάζεψε τα ψάρια και ανηφόρισε προς το κελί που του είχε υποδειχθεί.

Φτάνει, χτυπάει την πόρτα του ανοίγει ένας ρασοφόρος μοναχός

- τι θέλετε του λέει.

- Σας έφερα τα ψάρια που παραγγείλατε του απαντά ο ψαράς.

-Μα δεν ζητήσαμε ψάρια.

- μα πώς; Ήρθε ο γέροντα σας κάτω στον αρσανά και μου έδωσε χρήματα για να πάω να ψαρέψω και να σας τα φέρω το συντομότερο.

- Μα αδελφέ μου εγώ είμαι ο γέροντας του κελιού

- Εδώ δεν είναι το κελί (και του έδωσε την πλήρη περιγραφή που του είχε υποδειχθεί)

- Ναι του απαντά ο γέροντας και πλέον είχε καταλάβει τι μπορεί να είχε συμβεί.

Πηγαίνει με τον ψαρά μέσα στο κελί, τον πηγαίνει στην εκκλησία και του λέει αυτός μήπως ήταν ο γέροντας που σου έδωσε τα χρήματα;

- ΝΑΙ, ναι αυτός ήταν.

- Κύλισαν δάκρυα από τα μάτια του γέροντα, ευχαρίστησε τον ψαρά και τον ξεπροβόδισε καλώντας στον στην πανήγυρη.

Στην πανήγυρη την ώρα της τραπέζης ανέφερε το γεγονός στους πατέρες με πολύ συγκίνηση και μέχρι και σήμερα όταν αναφέρεται σε αυτό, δάκρυα κυλούν από τα μάτια του.

Ποιος ξέρει άραγε πόσα ακόμη θαυμαστά γεγονότα έχουν ζήσει από τον γέροντα του κελιού, τον Άγιο Σπυρίδωνα!!!!!

Άγιε Σπυρίδων πρέσβευε υπέρ ημών

Πηγή :Romfea. gr

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Η Παναγία και το αγίασμα του Αγίου Αθανασίου .

Η Παναγία και το αγίασμα του Αγίου Αθανασίου

Όταν ο Άγιος Αθανάσιος άρχιζε να χτίζει το Μοναστήρι της Λαύρας, ύστερα απο λίγους μήνες τα απαραίτητα αγαθά, τα χρήματα, τρόφιμα και λοιπά υλικά, άρχισαν να λιγοστεύουν, δεν είχε χρήματα να πληρώσει τους τεχνίτες, τους εργάτες, δεν είχε τι να τους μαγειρέψει, τότε απελπισμένος εγκατέλειψε το έργο και έφευγε για τις Καρυές, την πρωτεύουσα, για να ιδεί τι μπορεί να κάνει.


Μετά απο δύο ώρες πορεία, φανερώθηκε στο δρόμο του, μια μεγαλοπρεπή γυναίκα, η οποία με αυστηρό ύφος τον ρώτησε:
- "Αββά Αθανάσιε, που πηγαίνεις; Γιατί άφησες το έργο που άρχισες; Γύρισε πίσω να συνεχίσεις το ιερό και θεάρεστο έργο σου"
Ο Αθανάσιος έμεινε εκστατικός απο την εμφάνιση της ολοφώτεινης αυτής μορφής που είχε η ξενική αυτή γυναίκα, την κύτταξε με σεβασμό και δέος και με τη σειρά του τη ρώτησε:
-"Ποιά είσαι συ, Κυρία μου, που με γνωρίζεις; Πώς ξέρεις το ονομά μου και με διατάζεις να γυρίσω πίσω; Και με τι και πώς θα συνεχίσω το έργο της Μονής, που σώθηκαν όλα τα απαραίτητα προς τούτο υλικά;"

Τότε η φαινομένη εκείνη γυναίκα του είπε, πως είναι η μητέρα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και πως πρέπει να γυρίσει πίσω για να τελειώσει το έργο που άρχισε. Θα βρει δε όλες τις αποθήκες γεμάτες, τα ταμεία με χρήματα και ότι άλλο χρειαστεί για να τελειώσει η οικοδομή του Μοναστηριού.


Ο Άγιος Αθανάσιος, για να βεβαιωθεί πως όλα αυτά που του είπε είναι αληθινά, ζήτησε σημείο. Τότε η Κυρία Θεοτόκος, είπε στον Άγιο Αθανάσιο, να κτυπήσει με το ραβδί του στην πέτρα που ήταν μπροστά τους, την οποίαν όταν κτύπησε, βγήκε άφθονο νερό, πολύ γευστικό και θεραπευτικό πολλών ασθενειών. 

Το νερό αυτό μέχρι σήμερα λέγεται "αγίασμα του Αγίου Αθανασίου" και ο κόσμος που περνάει πίνει και αισθάνεται γεύσι ξενική. Ο δε Άγιος Αθανάσιος, πείστηκε στα λόγια της Θεομήτορος, γύρισε πίσω και βρήκε, όπως του είπε η Παναγία, όλες τις αποθήκες και τα ταμεία γεμάτα από όλα τα απαραίτητα και μέχρι που τελείωσε ολόκληρο το έργο δεν έλειψε τίποτε, κατά την αψευδή υπόσχεσι της Παναγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.


Πηγή agiooros. net  

Θείο όραμα της Παναγίας στη «Βίγλα»

Θείο όραμα της Παναγίας στη «Βίγλα»

Στην πανώρια αυτή περιοχή της Βίγλας, που έχει πολύ ανοιχτόν ορίζοντα προς όλες τις κατεθύνσεις και βλέπει τα απέραντα γαλανά νερά του Αιγαίου πελάγου, τον 14ο αιώνα ήρθε και αρκετά χρόνια εφησύχαζε, ο νηπτικώτατος Πατήρ και διδάσκαλος Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, ο οποίος δίδαξε και ανέδειξε πολλούς μαθητές της νηπτικής θεωρίας και πρακτικής καρδιακής προσευχής.

Μεταξύ των μαθητών του, σαν αστέρι πρώτου μεγέθους έλαμψε ο απλός και αγαθός Μάρκος, ο οποίος στην τοποθεσία αυτή αξιώθηκε να ιδεί θαυμάσιο και υπερφυσικό όραμα: Στο ψηλότερο και πιο θεαματικό, μέρος της «Βίγλας» είδε σε ζωντανή εικόνα το τελευταίο μεγαλυνάριο, που ψάλλομε στο τέλος του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα της Παναγίας που λέγει:
«Χρυσοπλοκώτατε πύργε, και δωδεκάτειχε πόλις,
Ηλιοστάλακτε θρόνε, καθέδρα του Βασιλέως,
ακατανοήτον θαύμα, πώς γαλουχείς τον Δεσπότη;»

Δηλαδή είδε ένα χρυσόπλοκο και χρυσόκτιστο πύργο, πάνω στον οποίο ήταν ολοφώτεινος και ηλιοστάλακτος θρόνος. Επί του θρόνου αυτού, σα βασίλισσα ουρανού και γής, κάθονταν η Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, Υπεραγία Θεοτόκος κιαι Αειπάρθενος Μαρία, φέρουσα στην αγκαλιά της, τον υιόν και Θεόν της, Κύριον και σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν.

Στον πύργο αυτόν, γύρω-γύρω σαν τείχος, ήταν 12 ολόχρυσοι θρόνοι, επί των οποίων κάθονταν οι 12 Άγιοι Απόστολοι του Κυρίου, οι οποίοι, μαζί με Αγγελικά Τάγματα και τους αγιορείτες Πατέρες, υμνούσαν, ευλογούσαν και δοξολογούσαν τον Κύριο της δόξης και Θεόν, τιμώντες ταυτόχρονα με ύμνους και μεγαλυνάρια, την Παναγία Μητέρα, του Υιού και Λόγου του Θεού, Θεοτόκο Μαρία. Γύρω δε από όλους αυτούς ήταν άπειρο πλήθος Μοναχών και χριστιανών, που δοξολογούσαν κι αυτοί το Θεό και την μητέρα του Χριστού και θαύμαζαν τη δόξα και χάρι της Παναγίας Θεοτόκου και εμακάριζαν την «αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών».

Και εφ’όσον γίνονταν αυτά στο ανατολικό μέρος, ο Άγιος Μάρκος, γύρισε δυτικά και βλέπει μακριά και σε μεγάλη απόστασι, από την Παναγία, μια τσιγγάνα – γύφτισσα – η οποία έκανε διάφορα αστεία και κωμικά νούμερα, θεατρικές κινήσεις, ξεγυμνώματα και διάφορες άλλες ασχήμιες και ξεδιάντροπες παραστάσεις. Είχαν και κει μαζευτεί μερικοί άνθρωποι, που περιεργάζονταν, χάζευαν και διασκέδαζαν με τις επιδείξεις και άσεμνες σκηνές που έκανε η γύφτισσα.

Τότε με φρίκη, παρατήρησε, ο Άγιος Μάρκος, πώς λίγοι-λίγοι από τους χριστιανούς, αλλά και απο τους Μοναχούς ακόμη, οι οποίοι πρώτα ήταν κοντά στην Παναγία και υμνολογούσαν το Θεό, άφηναν το χορό του χρυσού εκείνου πύργου, που υμνολογούσαν το Θεό Άγγελοι και Άγιοι, και νικώμενοι απο σατανική περιέργεια, γύριζαν πρός το μέρος εκείνο της τσιγγάνας, πήγαιναν κοντά της, τους άρεσαν οι επιδείξεις της, κι έτσι άρχισαν σιγά-σιγά και δειλά-δειλά να φεύγουν όλοι από τη θεία ομήγυρη και λαμπρή εκείνη δόξα της Παναγίας και να πηγαίνουν κοντά στη γύφτισσα, φοβερό και τρομερό όραμα, αλλά αληθινά προφητικό.

Η Παναγία έμεινε μόνη, με τους Αγγέλους και τους Αγίους και με λίγους καλούς Μοναχούς και πιστούς χριστιανούς, με τους οποίους ακατάπαυστα υμνούσε και δοξολογούσε τον Κύριο της δόξης. Με λύπη της δε πολλή έβλεπε τους άλλους που΄φευγαν και προτιμούσαν να ιδούν τα αίσχη και να ακούσουν τα αδιάντροπα τραγούδια της πόρνης τσιγγάνας, παρά να μένουν και με την Παναγία και τους Αγίους να δοξολογούν τον Κύριο.

Ο Άγιος Μάρκος, όσο στην αρχή χάρηκε, που είδε την Παναγία να αστράφτει περισσότερο από τον ήλιο, και τους Αγίους Αποστόλους, με τα ουράνια Τάγματα των Αγγέλων και των Αγίων, που προσευχόντουσαν και δοξολογούσαν το Θεό, τόσο λυπήθηκε περισσότερο και τον κατέλαβε φόβος και τρόμος, σαν είδε τους ανοήτους εκείνους ανθρώπους και καλόγηρους ακόμη να εγκαταλείπουν τη Βασίλισσα των Αγγέλων και να προτιμούν μια βρωμερή, ακάθαρτη και κατά πάντα βέβηλη πόρνη γυναίκα. Να προτιμούν τα ανήθικα και ρυπαρά τραγούδια, από τους θείους ύμνους και την ακατάπαυστη δοξολογία του Θεού και να πηγαίνουν κοντά στα όργανα του Σατανά!

Συμπέρασμα Οράματος

Μήπως και σήμερα, αγαπητοί μου, δεν κάνουμε κι εμείς το ίδιο με εκείνους τους ανόητους; Δεν αφήνουμε τη μητέρα Εκκλησία; Δεν εγκαταλείπουμε τα Μυστήρια του Θεού τα άγια; Δεν αφήνουμε τις ιερές υμνολογίες και δοξολογίες του Θεού και τρέχουμε στα θέατρα, στους κινηματογράφους να ιδούμε τα άσεμνα και αισχρά θεάματα, τα ξεγυμνώματα, ν’ακούσουμε τα πορνικά άσματα και διεφθαρμένα αισχρουργήματα; Μήπως κι εμείς σήμερα, δεν αφήνουμε τους πνευματικούς και εξομολόγους, τους ιερείς και διδασκάλους της Εκκλησίας μας και τρέχουμε στα διάφορα «μέντιουμ» στις μάντισσες, που είναι οι συνεργάτες του Σατανά. Δεν τρέχουμε στις διάφορες καφεφλυντζανούδες, στις χαρτορήχτρες, δεν πηγαίνουμε στις μάγισσες και στα γυτέματα και ξεματιάσματα, που κάνουν τσιγγάνες γυναίκες. Δεν τρέχουμε σαν μωροί και ανόητοι σ’αυτές να μάθουμε για την αποκατάστασι ή την κατάντια και τον ξεπεσμό του παιδιού ή του κοριτσιού μας;
Βλέπετε πώς αυτή την κατάστασι, που ζεί σήμερα, δυστυχώς, η διεφθαρμένη γενιά μας, την είδε πρίν 600 και πλέον χρόνια, ο μαθητής του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτη, Μάρκος ο απλούς, στη Βίγλα του Αγίου Όρους και έφριξε! Είναι όντως φοβερό το κατάντημά μας!

Πηγή :agiooros. net

Τα ησυχαστήρια των Καρουλίων Αγίου Όρους σαν Αετοφωλιές.

ΤΑ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΟΥΛΙΩΝ ΣΑΝ ΑΗΤΟΦΩΛΙΕΣ


Ο ΓΕΡΟ - ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ

Καθώς μου διηγήθηκε, ό Πατήρ Δανιήλ των Δανιηλαίων από τα Κατουνάκια, ό Γέρο Φιλάρετος ήταν προϊστάμενος στην Ιερά Μονή του Σταυρονικήτα. Έφυγε δε άπ' αυτήν, διότι τότε ήταν Ιδιόρρυθμη και ή ζωή των Πατέρων σ' αυτήν δεν ήτανε κείνη πού είχε ό Πατήρ Φιλάρετος στη φαντασία του, γι' αυτό έφυγε άπ' αυτήν για να βρει περισσότερη ησυχία και ψυχική γαλήνη. Για να βρει ολοκληρωμένη ηρεμία του νου και να επιδοθεί σ' αυτό πού επιθυμούσε ή ψυχή του, στη νοερά προσευχή. Έφυγε λοιπόν στην έρημο, πήγε στα Καρούλια κι έμεινε σε μια απομονωμένη Καλύβα.

Είχε κατά κόσμον μόρφωση, γιατί στην Καλογερική ήρθε σε μεγάλη ηλικία και με επίγνωση προτίμησε το Μοναχικό βίο, από τον έγγαμο, πού έχει πολλές φροντίδες και μέριμνες, και πολλές φορές απομακρύνεται από το Θεό.

Ήταν εγκρατής, λιγόλογος και σοβαρός, είχε την αδιάλειπτη προσευχή και συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατερικών συγγραμμάτων και αδιάκοπη μελέτη στα θεια θεωρήματα της ζωής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Νύχτα - μέρα, αναλογίζονταν το μέγεθος της αγάπης του Θεού και Πατρός, προς τον αποστάτη και αχάριστο άνθρωπο, ώστε για χάρι του να θυσιάσει τον Μονογενή Υίόν Του, ό οποίος πρόθυμα δέχθηκε να κάνει τη θυσία αυτή, με την ενσαρκη θεία οικονομία Αυτού, για να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος από τη σκλαβιά της αμαρτίας. Έφερνε μπροστά του σε ζωντανή εικόνα, την άκρα συγκατάβαση, την άκρα ταπείνωση, τα φρικτά πάθη, τους ονειδισμούς και τα ανείπωτα τρομερά μαρτύρια, πού, ως άνθρωπος τέλειος, έπαθε ό Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, και την αγάπη πού έδειξε, δείχνει και θα δείχνει προς τον αχάριστο, κακούργο και εγκληματία άνθρωπο, θαύμαζε μεσάτου τη μεγαλοπρέπεια, τη δόξα, τη χαρά και την ειρήνη του νου, πού κατεσκεύασεν, ό Κύριος ημών 'Ιησούς Χριστός, μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, μετά την ένδοξη τριήμερη Ανάστασή Του, όταν εμφανίστηκε στους μαθητές και αγίους αποστόλους Του και είπε«Ειρήνη υμίν, ειρήνη την εμήν δίδομι υμίν» (Ίωάν. ΙΔ' 27) και «λάβετε πνεύμα Αγιον αν τίνων άφήτε τάς αμαρτίας άφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται». (Ίωάν. Κ' 23). Έτσι ετοίμασε με το εμφύσημα την κατοικία του τελεταρχικού, καθαρκτικού και αγιαστικού Παρακλήτου του Παναγίου Πνεύματος και Θεού των όλων, όπως ό ίδιος είπε: «Ό δε Παράκλητος το Πνεύμα το Αγιον ο πέμψει ό Πατήρ εν τω ονόματι μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν (Ίωάν. ΙΔ' 28).

Με τη μελέτη και αδολεσχία αυτή, πού όλο το 24ωρο ειχεν ό - Φιλάρετος, θεωρούσε τον άνθρωπο σαν ιδανική κατοικία του Πανάγαθου, τρισηλίου και τρισυπόστατου Θεού, του Πατρός, του Υιού και του αγίου Πνεύματος, όπως αναφέρει ό ίδιος ό Θεός στην αγία Γραφή: «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν έλευσόμεθα και μονήν παρ' ούτω ποιήσομεν» (Αυτόθι ΙΔ' 23).
Άπ' αυτά και αλλά πνευματικά θεωρήματα θερμαινότανε ή καρδιά του, άναβε ή φλόγα του θείου ερωτά και δινότανε ολόψυχα στη νοερά προσευχή και σαν αποτέλεσμα πλημμύριζε ή καρδιά του από αγάπη προς όλους τους αδελφούς, προς όλους τους ανθρώπους, προς όλον τον κόσμο, ορατό και αόρατο.

Από τα αισθήματα αυτά κινούμενος, για να ικανοποιήσει και αισθητά, με την πράξη και να βοηθήσει τους συνασκητές του, φύτευε σε κάτι ξεροπέζουλα πατάτες, οι οποίες, από την έλλειψη του νερού, γίνονταν μικρές και καχεκτικές μεν, αλλά πολύ νόστιμες και γευστικές. Τις πρόσφερε όλες στους γύρω του Ασκητές και ερημίτες, λέγοντας τους, ότι Πατέρες και αδελφοί, φέτος ό Θεός τις ευλόγησε και έγιναν πολλές και ότι δεν μπορεί να τις φάει μόνος του, ενώ για τον εαυτό του δεν κρατούσε ούτε μία, γιατί ήθελε από τους κόπους του να τρώνε οι άλλοι, για νάχει κι αυτός μισθό μιμούμενος τον Απόστολο Παύλο, πού έλεγε: «Αυτοί γινώσκετε ότι ταίς χρείαις μου και τοις ούσι μετ' εμού υπηρέτη σαν αϊ χείρες αύται... ότι ούτω κοπιώντες δει αντιλαμβάνεστε των άσθενούντων... μακαριόν εστί μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πραξ. Κ' 34, 35). Το ίδιο έκανε και με τα λάχανα, τα ραδίκια και τα μαρούλια πού φύτευε και όσα άπ' αυτά γίνονταν, τα μοίραζε όλα στους Πατέρες, αυτός δε, έτρωγε τα πιο τραχεία χόρτα, τα οποία έβραζε, τα ανακάτευε με πίτουρα κι αυτό αποτελούσε την πιο ιδανική γι' αυτόν τροφή.

Για να τιμωρεί τον εαυτό του δε φορούσε ποτέ παπούτσια ή αλλά υποδήματα, αλλά στα ανώμαλα και κακοτράχαλα εκείνα μέρη του Αγίου Όρους, περπατούσε με γυμνά πόδια, τελείως ανυπόδητος. Τα δε πόδια του, από τα πολλά κτυπήματα στις πέτρες και την αφόρητη ζέστη, πού κάνει στα μέρη αυτά το καλοκαίρι, είχαν σκληρυνθεί κι είχαν γίνει σαν το όστρακο της χελώνας.

Έτσι γύριζε σ' όλους τους ερημίτες, μοίραζε τα λάχανα, τις πατάτες και το παξιμάδι πού του στέλνανε από τα πλησιέστερα Μοναστήρια κι έλεγε: «Πάρτε Πατέρες και αδελφοί, φάτε από την ευλογία και τα δώρα πού μας έδωκε φέτος ό Θεός».

Πολλές φορές, για να τον περάσουν για τρελό, έλεγε πολλά και ασυνάρτητα πράγματα, κι αυτό το έκανε με τόση φυσικότητα, πού πολλοί τον νόμιζαν για τρελό ή χαζό! Αυτός δε χαίρονταν και αισθάνονταν ικανοποιήσει, πού πολλοί αδελφοί είχαν πιστέψει πώς πράγματι είναι τρελός.

Εκ του λόγου τούτου, πολλοί τον κορόιδευαν, τον περιφρονούσαν ή και τον βρίζουνε ακόμη. Άλλοι πάλι τον δοκίμαζαν να δουν με ποιο σκοπό κάνει όλα αυτά τα πράγματα. Έτσι μια μέρα, ό Γέροντας των Δανιηλαίων Γερόντιος Μοναχός, ένας από τους πιο πρακτικούς και πεπειραμένους Μοναχούς, καλός αγιογράφος και άριστος μουσικός και ψάλτης, με πολλή σοβαρότητα, είπε στο Γέρο - Φιλάρετο: «— Αδελφέ Φιλάρετε, συγχώρεσε με άλλα είσαι υποκριτής και ψεύστης, γυρίζεις ξυπόλυτος και μας κάνεις τον άγιο, θέλεις με τον τρόπο αυτό να εντυπωσιάζεις τους ανθρώπους, για να πιστεύουν και να σε εγκωμιάζουν πώς είσαι άγιος άνθρωπος. Και συ πιστεύεις στα εγκώμια τους, φουσκώνεις και γεμίζεις από υπερηφάνεια και κενοδοξία. Ταλαίπωρε, δεν ξέρεις πώς θα κολασθείς πού κάνεις αυτά τα πράγματα και σκανδαλίζεις τους αδελφούς;»

Τούτο έκαμε ό Γέρο - Γερόντιος, μπροστά στο Μοναχό Δανιήλ τον νεώτερο, ό όποιος μου είπε και με βεβαίωσε πώς είδε το Γέρο -Φιλάρετο αμέσως μετά, από τα λόγια αυτά πού του είπε ό Γέρο -Γερόντιος, να βάνει μετάνοια, ζήτησε συγχώρεση και αφού σκανταλίστηκε ό Γέρο - Γερόντιος, του λοιπού όταν πήγαινε στο ησυχαστήριο των Δανιηλαίων φορούσε κάτι παλιά και πολύ μεγάλα παπούτσια, τα οποία είχε πάντα στο ντορβά του κι όταν πλησίαζε στο σπίτι τα έβαζε στα πόδια του, για να μη σκανδαλίζει τους αδελφούς.

Το τακτικό φαγητό του ήταν φραγκόσυκα, πού στην περιοχή των Καρουλιών βρίσκονται πολλά σαν φυσικά, διότι φαίνεται από πολύ παλιά χρόνια τα έχουν φυτέψει κι έχουν πολλαπλασιαστεί τόσο πού έχουν γεμίσει τα βράχια. Τα φραγκόσυκα λοιπόν φρέσκα ή ξερά τα 'τριβε όπως είναι με τ' αγκάθια, τα ανακάτευε με πίτουρα και τα έτρωγε άλλοτε ωμά κι άλλοτε ψημένα.

Είχε πολλή ευλάβεια στην Παναγία Θεοτόκο, κι όταν πρόφερε το όνομά της, τα μάτια του τρέχανε σα βρύσες τα δάκρυα. Όταν άκουγε ψαλμωδίες και μάλιστα να ψάλετε το «Άξιον εστίν» έκλαιγε και γέμιζε χαρά και ευφροσύνη ή καρδιά του.

Μια μέρα, ό πάτερ Δανιήλ, ρώτησε το Γέρο - Φιλάρετο: — Γέροντα Φιλάρετε, πολύν καιρό έχω πού σε παρακολουθώ, και βλέπω πώς όταν ψάλλουμε, αντί να χαίρεσαι όπως όλοι μας, εσύ κλαις, γιατί; Τι είναι εκείνο πού σε κάνει και κλαις; Αυτός τότε με δισταγμό είπε: «Πάτερ Δανιήλ, όταν ακούω να ψάλλουν οι αδελφοί, μεταφέρεται ό λογισμός μου, από τα γήινα στα ουράνια και μου φαίνεται πώς ακούω τους Αγγέλους του Θεού να ψάλλουν, τότε ευφραίνεται ή ψυχή μου και από τη χαρά μου τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Άλλοτε πάλι, αισθάνομαι την αμαρτωλότητά μου και κλαίω που δεν μπορώ κι εγώ να ψάλλω με τους επίγειους αυτούς Αγγέλους του Θεού, τότε και πάλι τρέχουν τα δάκρυα μου, γιατί λογίζομαι, πώς αν, με τους αδελφούς αυτούς εδώ στη γη, δεν μπορώ να συμψάλλω, τότε πώς θα αξιωθώ κι εγώ να δοξολογώ και να ψάλλω το όνομα Κυρίου του Θεού μας, με τα ουράνια Τάγματα των Αγγέλων να δοξολογώ και υμνώ τον Κύριο; Εγώ ό ανάξιος και αμαρτωλός; Και άπ' αυτές όλες τις σκέψεις μου αδελφέ, τρέχουν τα μάτια μου δάκρυα χαράς και λύπης μαζί κι αρχίζω μέσα μου να δοξολογώ το πάντιμο, πανάγιο και μεγαλοπρεπές όνομα Κυρίου του Θεού μας».

ΤΟ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ
Όταν είχε περάσει σχεδόν τα 80 χρόνια της ηλικίας του, υστέρα από τη σκληρή άσκηση πού έκανε, ό Γέρο - Φιλάρετος, ήρθε σε φυσιολογική αδυναμία και το μεν σώμα του αδυνάτισε, ή δε ψυχή του, το φρόνημα και ή προθυμία για την πνευματική ζωή δυνάμωνε- και θέριευε πιο πολύ αντί να αδυνατίζει, και όπως λέγει ό απόστολος Παύλος: «Άλλ' ει και ό έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, άλλ' ό έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα» και «Οίδαμεν γαρ οτι εάν ή επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον εν τοις ουρανοίς» (Β' Κορ. Δ' 16 και Ε' 1) και «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, ή δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. ΚΣΤ' 41).

Διαισθανόμενος και ό αββας Φιλάρετος ότι ό καιρός της εκδημίας του πλησίαζε, παρεκάλεσε τον Γέροντα των αδελφών Δανιηλαίων, Γερόντιο Μοναχό, να δώσει άδεια και ευλογία στα Καλογέρια Δανιήλ και Ακάκιο, να πάνε στην ερημική Καλύβα του, για να ψάλλουν προς δόξαν Θεού, διάφορους εκκλησιαστικούς ύμνους.

Ό Γέρων Γερόντιος, επειδή γνώριζε την πνευματική κατάσταση του Γέροντα Φιλάρετου, έδωκε ευλογία και στους δυο αυτούς καλλίφωνους ψάλτες, οι όποιοι, επειδή αγαπούσαν και ευλαβούτο το Γέροντα Φιλάρετο και για να πάρουν την ευχή του, με προθυμία πολλή και ευλάβεια, πήγαν στην Καλύβα του Γέροντα Φιλάρετου στα Καρούλια και με κατάνυξη έψαλλαν το «Παναγία Δέσποινα...», το «Μη καταπιστεύσης με...», «Τους του Αθω Πατέρας...» και άλλους ωραίους Αθωνικούς ύμνους.

Ό Γέρων Φιλάρετος, από τη χαρά του, τα δάκρυα, σαν δυο βρύσες τρέχανε, από τα μάτια του. Δόξασε μεγαλόφωνα το Θεό, ευχαριστούσε την Παναγία μητέρα του Χριστού και Θεοτόκο Μαρία και αφού γονάτισε, έκαμε θερμή προσευχή στο Δεσπότη Χριστό, προς τον όποιον είπε: «Να φυλάξεις Θεέ μου, αυτά τα αγγελούδια της ερήμου, τη συνοδεία των αδελφών Δανιηλαίων και να σκεπάζεις σε παρακαλώ, Χριστέ μου, όλα τα Καλογέρια, πού για την αγάπη σου από θείο ερωτά, αφήκαν τον κόσμο και τα εγκόσμια, μίσησαν τα ψεύτικα αγαθά της γης και ζητούν να απολαύσουν εκείνα τα επηγγελμένα αγαθά της μελλούσης ζωής τα αιώνια, τα οποία, με το στόμα του αποστόλου Σου Παύλου, μας είπες πώς: «Α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβει, ό ητοίμασεν ό Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α' Κορ. Β' 9).

Αυτά τα Καλογέρια, πού με τη δύναμη και χάρι σου, ήρθαν εδώ στον ιερό αυτόν τόπο, το Αγιον Όρος, σκέπασε τα από τις πλάνες και παγίδες του Σατανά, αλλά και όλους εκείνους πού ζήτησαν καταφύγιο στο λιμάνι αυτό, πού λέγεται «Περιβόλι της Παναγίας» και χάρισε τους νίψη στο νου, καθαρότητα και αγνότητα στην καρδιά και ψυχική σωτηρία σ' όλο τον κόσμο. Σε ευχαριστώ Θεέ μου». 

Πηγή :pigizois. net

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Μέγα Γεροντικό του Αγίου Όρους.


Ιστορίες από το Γεροντικό του Αγίου Όρους.


Ο Χατζηγιώργης στην Κερασιά. Γεροντικό Αγίου Όρους.

Ο Χατζηγιώργης στην Κερασιά (Α΄ μέρος)

Πριν από 100 και πλέον χρόνια, στο Κελλί "Άγιος Δημήτριος" στην Κερασιά έζησε ασκητικά ένας ονομαστός, για την αρετή του, Γέροντας με το όνομα "Χατζηγιώργης", του οποίου το κατα κόσμον όνομα ήταν Γαβριήλ.

Ο "Χατζηγιώργης" από νέος, αρχάριος ακόμη Γαβριήλ, έδειξε σημεία πως θα γίνονταν μέγας στην αρετή, διότι να τι έγινε όταν κάποτε, ο Γέροντάς του Παπα-Νεόφυτος, τον χειμώνα με μεγάλη κακοκαιρία γύριζε από ταξίδι κι ανέβαινε από την Αγιάννα στην Κερασιά, για να πάει στα Καυσοκαλύβια όπου τότε μένανε.

Πριν να φτάσει στο ζυγό που είναι ο σταυρός, ο Γέροντας του Χατζηγιώργη, από τα πολλά χιόνια, κουράστηκε κι απόκαμε, δεν μπορούσε να προχωρήσει ούτε βήμα ποδός.

Ο δόκιμος Γαβριήλ-Χατζηγιώργης, στην Καλύβα του "Αγίου Γεωργίου" στα Καυσοκαλύβια, έκανε την κατά μόνας προσευχή του, τον λεγόμενον "Κανόνα" και κατά την Παράδοσι, όταν ο Γέροντας βρίσκεται σε ταξίδι, όλοι οι υποτακτικοί του, προσεύχονται και γι'αυτόν.

Πάνω λοιπόν στη προσευχή του αυτή, άκουσε τη φωνή του Γέροντά του να του λέγει: 
"-Καλογέρια μου σώστε με πεθαίνω". 
Το χιόνι έξω είχε περάσει το μέτρο σε ύψος. Ο δόκιμος Γαβριήλ έτρεξε αμέσως στον παραδερφό του και του είπε για τη φωνή που άκουσε. Αυτός δε, τον μάλωσε λέγοντάς του:
" -Πήγαινε πλανεμένε να κάνεις τον Κανόνα σου, που άκουσες τη φωνή του Γέροντα!"

Ο Γαβριήλ έκανε υπακοή στον μεγαλύτερό του και γύρισε στο δωμάτιό του να συνεχίσει την προσευχή του, αλλά η φωνή του Γέροντά του ακούστηκε πάλι εντονώτερα τώρα και κάπως επιτακτικά να λέγει: 
"-Παιδιά μου βρίσκομαι κοντά στο Σταυρό που είναι στο ζυγό πριν από την Κερασιά και κινδυνεύω, βοηθήστε με".

Τότε και πάλι πήγε ο Γαβριήλ, στο μεγαλύτερό του παραδερφό και του είπε, πως και πάλι άκουσε το Γέροντα να του λέγει που βρίσκεται και πως κινδυνεύει. Ο παραδερφός του και πάλι επέπληξε τον Γαβριήλ και του είπε: 
"-Μα επιτέλους είσαι τόσο πλανεμένος, είναι δυνατόν να ακουστεί η φωνή του Γέροντα από τόσο μακρυά;" Τότε ο Γαβριήλ εξαναγκάστηκε να ειπεί στον παραδερφό του: 
"-Πάτερ μου, κάμε το σταυρό σου, δώσε προσοχή και θα ακούσεις και συ τη φωνή."

Πράγματι, όταν έδωκε βάσι και πίστι στα λόγια του αρχάριου Γαβριήλ, άκουσε κι αυτός τη φωνή του Γέροντά τους, που ζητούσε βοήθεια. Αμέσως κατασκεύασαν πλεκτά πέδιλα από κλαδιά, είδους κύκλα, για να μην βουλιάζουν στο χιόνι, που είχε περάσει στο ύψος το ένα μέτρο. Αναχώρησαν, πέρασαν στην Κερασιά, πήραν κι από κει ανθρώπους και κατευθύνθηκαν στο μέρος που τους προσδιώριζε η φωνή του Γέροντά τους, και απεγνωσμένα τους καλούσε να τον βοηθήσουν.

Όταν φτάσανε στο Σταυρό μετά από την Κερασιά, εκεί που αρχίζει να κατηφορίζει για τη Σκήτη της Αγίας Άννης, λίγο μετά το Σταυρό, βρήκαν τον Γέροντά τους πεσμένο στο χιόνι, να είναι λιπόθυμος, από την πολλή κούρασι, που προσπαθούσε να βγεί στον ανήφορο μέσα στο χιόνι.

Όλοι μαζί τον παρέλαβαν, τον μετέφεραν στην Κερασιά, όπου του παρεσχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες και έτσι με την προσευχή του Γαβριήλ, που ήταν ακόμη αρχάριος, σώθηκε ο Γέροντας του Παπα-Νεόφυτος από βέβαιο θάνατο.

Φώς στους μοναχούς είναι οι Άγγελοι... και φώς στους κοσμικούς οι Μοναχοί...

Ο Χατζηγιώργης στην Κερασιά (Β΄ μέρος)

Ο Γαβριήλ, έγινε Μοναχός στην Καλύβα του "Αγίου Γεωργίου" στα Καυσοκαλύβια, όχι των Ιωασαφαίων, αλλά σ'άλλη Καλύβα, που είναι ψηλότερα στα δεξιά όπως ανεβαίνουμε από τη θάλασσα. Εκεί πήρε το όνομα Γεώργιος, κι όταν μετά από χρόνια πήγε στα Ιεροσόλυμα κι έγινε προσκυνητής των Αγίων Τόπων, πήρε και το όνομα Χατζής-Γεώργιος κι έτσι έγινε "Χατζηγιώργης".

Ο Γέροντας του Χατζηγιώργη Παπα-Νεόφυτος, άφησε τον Χατζηγιώργη διάδοχό του στην Καλύβα αυτή, διότι αυτός έφυγε κι εγκαταστάθηκε στις Καρυές στο Σιμωνοπετρίτικο Κελλί "Άγιος Νικόλαος".

Ο Χατζηγιώργης έμεινε κι αυτός μερικά χρόνια σ'αυτή την Καλύβα, αλλ'επειδή μαζεύτηκε πολλή συνοδεία κοντά, για τη φήμη της αρετής του, και δεν τους χωρούσε η Καλύβα, έφυγε με τη συνοδεία του κι αγόρασε από τη Λαύρα το Κελλί "Άγιος Δημήτριος" και "Άγιος Μηνάς" στην Κερασιά.

Στο Κελλί αυτό, μαζεύτηκαν περισσότεροι από 20 μοναχοί. Έτσι στο μικρό αυτό χώρο του Κελλιού αυτού, με στενότητα και πολλές στερήσεις ζούσαν με αυταπάρνησι και τυφλή υπακοή, για την αγάπη του Κυρίου, οι μοναχοί αυτοί. Λάδι ή αρτυμένη τροφή δεν τρώγανε ούτε το Πάσχα. Μερικές ξεροελιές τρώγανε κι αυτές μόνο σε Δεσποτικές, Θεομητορικές ή εορταζομένου Αγίου μνήμη, που η Εκκλησία ώριζε κατάλυσι. Το Πάσχα για το έθιμο βάφανε πατάτες κόκκινες, αντί για αυγά.

Όταν κανείς από τους αδερφούς κρυολογούσε ή παρουσίαζε ο,τιδήποτε ανωμαλία στην υγεία του, τον βάνανε στο φούρνο, που ήταν ζεστός, μετά από το ψήσιμο του ψωμιού και γίνονταν καλά. Αν κανείς από την αδερφότητα παρουσίαζε βαρειάς μορφής ασθένεια, τον τοποθετούσανε στην Εκκλησία, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, του Αγίου Δημητρίου ή του Αγίου Μηνά νηστικό. Όλη η αδερφότητα έκανε γι΄αυτόν προσευχή και αγρυπνία, και σε 24 ώρες ή θα γινόταν καλά ο ασθενής και θα σηκωνόταν μόνος του, ή θα του έπαιρνε την ψυχή ο Κύριος στα ουράνια Αυτού σκηνώματα και θα τον σηκώναν τέσσεροι...

Όλοι οι αδερφοί είχαν τέλεια πίστι και αφοσίωσι στο Γέροντα, στην Πρόνοια του Θεού και την πρεσβεία της Κυρίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας.

Κάποτε λένε, πως μεταξύ της συνοδείας, βρέθηκε ένας αδερφός αδύνατος στο λογισμό και επειδή δεν υπέφερε την παντελή στέρησι του ελαιόλαδου, πήγαινε κρυφά στην Εκκλησία και με μια καλαμιά ρουφούσε το λάδι από τα κανδήλια και έτσι τα καντήλια σβήνανε πριν της ώρας τους.

Και επειδή ο καντηλανάφτης πήγαινε κάθε λίγο στο Γέροντα και ζητούσε λάδι για τα καντήλια, ο Χατζηγιώργης, ρώτησε πως τόσο σύντομα σώνεται το λάδι από τα καντήλια; Και γιατί αυτά τις περισσότερες φορές τα βρίσκω σβηστά, τι συμβαίνει; Ο καντηλανάφτης είπε: "Ίσως Γέροντα να το πίνουν τα ποντίκια". Αυτό έδωσε αφορμή να παρακολουθήσει ο Γέροντας και να πιάσει το δράστη, τον οποίον και αυστηρά τιμώρησε. Ο δράστης φαίνεται είχε και συνενόχους, γιατί όταν έγινε γνωστό πως τιμωρήθηκε ο τάδε αδερφός, τότε όλοι οι άλλοι έκαμαν γραπτή αναφορά στο Γέροντα "Χατζηγιώργη" για να επιτρέψει τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα να βάζουν στο φαγητό λάδι.

Μεταξύ της αδερφότητας γεννήθηκε το θέμα, ποιός θα υπογράψει την αναφορά. Επειδή υπήρχε φόβος, για κείνον που θα υπέγραφε, να αποβληθεί και να διωχθεί ακόμη από την αδερφότητα.

Τότε, ένας από τους Μοναχούς του Χατζηγιώργη, που ήταν πρώτα γραμματέας του ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας Κούζα, σοφίστηκε κι έφτιαξε την αναφορά σε σχήμα κύκλου, την οποία υπέγραψαν όλοι γύρω-γύρω κι έτσι δεν υπήρχε πρώτος ούτε τελευταίος.

Ο Χατζηγιώργης, όταν πήρε στα χέρια του την αναφορά αυτή, για πολλή ώρα την περιεργάστηκε και επειδή δεν βρήκε άκρη ποιόν να τιμωρήσει, εξαναγκάστηκε να υποχωρήσει και καθιέρωσε του λοιπού καθε Σαββατο - Κύριακο να χρησιμοποιούν λίγο λάδι στο φαγητό και τίποτε άλλο πέραν αυτού.

Πηγή :agiooros. net

Εμφανιζόμενη ανάρτηση