Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

To έργον του Παρακλήτου -Πρωτ. Αντωνιου Αλεβιζόπουλου

Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία 
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας

5. Το έργον του Παρακλήτου
«Το Πνεύμα Κυρίου πεπλήρωκε την Οικουμένην, και το συνέχον τα πάντα γνώσιν έχει φωνής», αναφέρει η Αγία Γραφή (Σοφ. Σολ. 1,7. Παράβαλλε 12,1. Πράξεις 2,2). Η δε Εκκλησία μας ψάλλει:
«Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το άγιον, βρύει προφητείας, Ιερέας τέλειοι, αγράμματους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας.  Ομοούσιε και ομόθρονε τω Πατρί και τω Υιώ, Παράκλητε, δόξα σοι».
Έργον του Αγίου Πνεύματος είναι να οδηγή τους πιστούς δια του ιερού βαπτίσματος εις τον Χριστόν, να τους ενσωματώνη εις το άγιον Σώμα Του, δηλαδή εις την Εκκλησίαν (Α' Κορινθίους 12,13. Εφεσίους 2,18. 4,4), να διανέμη τα διάφορα χαρίσματα (Α' Κορινθίους 12,4-11. Εφεσίους 4,4-13) και να συγκροτή και οικοδομή δι’ αυτών ολόκληρον τον θεσμόν της Εκκλησίας (Α' Κορινθίους 14,4. 12. 26).
«Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α' Κορινθίους 12,3). Αυτήν την πρωταρχικήν αλήθειαν την βλέπομεν να εφαρμόζεται και εις αυτούς ακόμη τους Αποστόλους.
Οι μαθηταί του Κυρίου εγκατέλειψαν, καθώς γνωρίζομεν, τον εσταυρωμένον διδάσκαλόν των και έφυγον (Ματθαίος 26,56), διότι δεν είχον εννοήσει τας προειδοποιήσεις τας οποίας τους είχε κάμει δια το πάθος Του και την ανάστασίν Του (Ιωάννης 3,14-15. Ματθαίος 16,21. 17,22-23. 20,18-19. Μάρκος 8,31. 9,31. 10,33-34. Λουκάς 9,22. 44. 18,31-33). Η σημασία των λόγων του Κυρίου «ήτο κρυμμένη και δεν ηννόουν τι τους έλεγε» (Λουκάς 18,34).
Μετά την ανάστασιν ο Χριστός «ήνοιξε» τον νουν των μαθητών «να εννοήσουν τας γραφάς» (Λουκάς 24,45) και τους υπεσχέθη ότι θα λάβουν «δύναμιν εξ ύψους», «επελθόντος του Αγίου Πνεύματος» (Λουκάς 24,49, Πράξεις 1,8). Τους υπεσχέθη, ακόμη, ότι Εκείνος (ο Παράκλητος) θα μαρτυρήση περί αυτού (Ιωάννης 15,26. Α' Ιωάννης 5,6), «θα υπενθύμιση» όσα εδίδαξε (Ιωάννης 14,26) και θα φανέρωση την δόξαν Του (Ιωάννης 16,14), ώστε οι Απόστολοι να καταστούν «μάρτυρες του Χριστού» (Λουκάς 24,48, Πράξεις 1,8).
Πράγματι, την ημέραν της Πεντηκοστής οι μαθηταί «επληρώθησαν όλοι από Πνεύμα άγιον και ήρχισαν να ομιλούν άλλας γλώσσας, καθώς το Πνεύμα τους έδιδε δύναμιν λόγου» (Πράξεις 2,1-4. Παράβαλλε Και Πράξεις 2,-17. 33. Ιωήλ 3,1-5).
Αυτό το «πλήρωμα» του Αγίου Πνεύματος τους κατέστησεν ικανούς να πιστεύσουν ολοκληρωτικώς εις το όνομα του Κυρίου (Α' Κορινθίους 12,3).
Το Πνεύμα, λοιπόν, το άγιον οδηγεί εις την πίστιν εις το Πρόσωπον του Χριστού και εις την εν Χριστώ ζωήν. Δι’ αυτό και αποκαλείται «Πνεύμα του Υιού» (Γαλ. 4,6).
«Θα δώσω εις σας νέαν καρδίαν, καινούργιο Πνεύμα… θα δώσω εις σας το Πνεύμα μου και θα κάμω να βαδίζετε σύμφωνα με τας εντολάς μου, να φυλάξετε και να τηρήσετε τα προστάγματα μου» λέγει το στόμα του Θεού δια του Προφήτου Ιεζεκιήλ (36,26-27).
Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα εις την καρδίαν του πιστού, αποτελεί «σημείον», χαρακτηριστικόν σημάδι του αναγεννημένου ανθρώπου και, ταυτοχρόνως, απαρχήν της Βασιλείας του Θεού. «Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί Θεού», όσοι οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού. «Δεν ελάβετε Πνεύμα δουλείας το οποίον να σάς φέρη πάλιν εις την κατάστασιν φόβου, αλλά ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας, «εν ω κράζομεν Αββά, ο Πατήρ» (Ρωμαίους 8,14-16), αλλά ελάβετε το Πνεύμα της υιοθεσίας που σάς κάνει παιδιά του Θεού, ώστε να ημπορήτε με όλην την οικειότητα να κραυγάζετε προς τον Θεόν:
 Αββά, Πατέρα!
«Αυτό το Πνεύμα μαρτυρεί μαζί με το πνεύμα μας, ότι είμεθα παιδιά του Θεού» (Ρωμαίους 8,16). Εις άλλο, μάλιστα, σημείον λέγει ο Απόστολος, ότι το ίδιον το άγιον Πνεύμα, το οποίον μας απέστειλεν ο Θεός, «κράζει εις τας καρδίας μας Αββά, Πατέρα» (Γαλ. 4,6).
Τοιουτοτρόπως, το Πνεύμα το άγιον είναι η αιτία και η πηγή της πνευματικής ζωής του ανθρώπου (Παράβαλλε Και Ρωμαίους 5,5. Γαλ. 5,22-25). Δια να είναι ένας άνθρωπος Πνευματικός πρέπει να «άγεται», να οδηγήται από το Πνεύμα το άγιον. Πρέπει, καθώς λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αυτό να είναι κύριος της ζωής του, όπως ο κυβερνήτης του πλοίου και ο ηνίοχος μιας αμάξης.
Όταν ζώμεν «εν Πνεύματι», γινόμεθα «Ναός του Αγίου Πνεύματος» (Α' Κορινθίους 6,19) και οικοδομούμεθα «επάνω εις το θεμέλιον των Αποστόλων και των Προφητών, του οποίου ο Ιησούς Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, επάνω εις τον οποίον η όλη οικοδομή συναρμολογείται και αυξάνει εις Ναόν άγιον εν Κυρίω. Εν αυτώ και σεις συνοικοδομείσθε ώστε να γίνετε τόπος κατοικίας του Θεού εν Πνεύματι» (Εφεσίους 2,18-22). Τότε ο άνθρωπος εκπληρώνει τον τελικόν σκοπόν της ζωής του και λυτρώνεται πραγματικώς, διότι επανέρχεται και πάλιν εις την πρωταρχικήν ενότητα με τον Τριαδικόν Θεόν, από την οποίαν είχε απομακρυνθή με την πτώσιν.
«Υμείς δε ουκ εστέ εν σαρκί, αλλ’ εν Πνεύματι, είπερ Πνεύμα Θεού οικεί εν υμίν», σεις όμως δεν είσθε σαρκικοί αλλά πνευματικοί, εάν βέβαια κατοική μέσα σας το Πνεύμα του Θεού, λέγει χαρακτηριστικώς ο Απόστολος Παύλος (Ρωμαίους 8,9).
«Προς φθόνον επιποθεί το Πνεύμα ο κατώκησεν εν ήμίν». Το Πνεύμα το οποίον έχει κατοικήσει μέσα μας επιθυμεί μέχρι φθόνου, λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος (Ιάκωβος 4,5). Δεν υπάρχει, λοιπόν, θέσις μέσα μας δια το πνεύμα του κόσμου, «ότι Θεός ζηλωτής Κύριος ο Θεός σου εν σοι, μη οργισθείς θυμώ Κύριος ο Θεός σου σοι εξολόθρευση από προσώπου της γης», διότι Κύριος ο Θεός σου ο οποίος ευρίσκεται «εν σοι», είναι Θεός ζηλότυπος δια σε. Μήπως οργισθή εναντίον σου και σε εξολόθρευση από προσώπου της γης (Δευτερονόμιο 6,15).
Εάν, δηλαδή, ο Χριστιανός έγινε κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος (Εφεσίους 2,18-22. Ρωμαίους 8,9) δεν επιτρέπεται να υπακούη εις κανένα άλλο «πνεύμα», πρέπει να «άγεται», να οδηγήται μόνον από το άγιον Πνεύμα (Ρωμαίους 8,14).
«Υποταχθήτε, λοιπόν, εις τον Θεόν αντισταθήτε εις τον διάβολον και θα φύγη από σας. Πλησιάσατε προς τον Θεόν και θα σας πλησίαση. Καθαρίσατε τα χέρια σας, ω αμαρτωλοί, και αγνίσατε τας καρδίας σας, ω δίγνωμοι. Λυπηθήτε, πενθήσατε και κλαύσατε… », καταλήγει ο Απόστολος Ιάκωβος (Ιάκωβος 4,7-8).
«Και ό,τι αν αιτήσητε εν τω ονόματι μου, ποιήσω». Ό,τι ζητήσετε εις το όνομα μου, αυτό θα το πράξω, υπεσχέθη χαρακτηριστικούς ο Κύριος (Ιωάννης 14,13). Όμως, οι αιτήσεις μας προς τον Κύριον πρέπει να γίνωνται «εν Πνεύματι» (Ιούδα 20), ή μάλλον μαζί με το Πνεύμα, το οποίον κατοικεί μέσα μας.
«Το Πνεύμα βοηθεί τας αδυναμίας μας, διότι δεν γνωρίζομεν πως πρέπει να προσευχώμεθα, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει, μεσιτεύει δι’ ημάς με στεναγμούς αλαλήτους. Και εκείνος ο οποίος έρευνα τας καρδίας, γνωρίζει ποιος είναι ο πόθος του Πνεύματος, διότι μεσιτεύει κατά Θεόν υπέρ των Αγίων» (Ρωμαίους 8,26-27).
«Ζητείτε και δεν λαμβάνετε», λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος (Ιάκωβος 4,3) και τούτο σημαίνει ότι δεν «αγόμεθα», δεν αφήνομεν να μας οδήγηση εις την προσευχήν το άγιον Πνεύμα (Ρωμαίους 8,14), αλλά οδηγούμεθα από τα ιδικά μας θελήματα, δεν προσευχόμεθα «εν Πνεύματι» (Ιούδα 20).
Όλα αυτά μας καθιστούν φανερόν, διατί ένας σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ, έλεγεν ότι ο αληθινός σκοπός της Χριστιανικής ζωής είναι η απόκτησις του Αγίου Πνεύματος. Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, προσθέτει, ότι η χάρις αναπτύσσεται εις τον άνθρωπον εκείνον ο οποίος θα γίνη κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος και γίνεται ένα με την ουσία του, όπως το προζύμι με το ζυμάρι.
Δι’ αυτό και η Εκκλησία μας ονομάζει το άγιον Πνεύμα «Θεόν και θεοποιούν» (Ιδιόμελον της Πεντηκοστής) και ψάλλει κατά τον όρθρον των Κυριακών:
«Αγίω Πνεύματι  πάσα ψυχή ζωούται και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται τη Τριαδική Μονάδι, ιεροκρυφίως»
Δηλαδή, κάθε ψυχή αποκτά δια του Αγίου Πνεύματος ζωήν, ανυψώνεται δια της καθάρσεως και λαμπρύνεται μυστικώς δια της ελλάμψεως του φωτός της Αγίας Τριάδος.

Εμφανιζόμενη ανάρτηση