Ο Γέρο-Φιλάρετος (β΄ μέρος)
Με τη μελέτη και αδολεσχία αυτή, που όλο το 24ωρο είχεν ο Γερό-Φιλάρετος, θεωρούσε τον άνθρωπο σαν ιδανική κατοικία του Πανάγαθου, τρισηλίου και τρισυπόστατου Θεού, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Θεός στην Αγία Γραφή: «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και πρός αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’αυτώ ποιήσομεν» (Αυτόθι ΙΔ΄ 23).
Απ’αυτά και άλλα πνευματικά θεωρήματα θερμαινότανε η καρδιά του, άναβε η φλόγα του θείου έρωτα και δινότανε ολόψυχα στη νοερά προσευχή και σαν αποτέλεσμα πλημμύριζε η καρδιά του από αγάπη πρός όλους τους αδερφούς, πρός όλους τους ανθρώπους, πρός όλον τον κόσμο, ορατό και αόρατο.
Από τα αισθήματα αυτά κινούμενος, για να ικανοποιήσει και αισθητά, με την πράξι και να βοηθήσει τους συνασκητάς του, φύτευε σε κάτι ξεροπέζουλα πατάτες, οι οποίες, από την έλλειψι του νερού, γίνονταν μικρές και καχεκτικές μέν, αλλά πολύ νόστιμες και γευστικές. Τις πρόσφερε όλες στους γύρω του Ασκητές και ερημίτες, λέγοντάς τους, ότι Πατέρες και αδερφοί, φέτος ο Θεός τις ευλόγησε και έγιναν πολλές και ότι δεν μπορεί να τις φάει μόνος του, ενώ για τον ευατό του δεν κρατούσε ούτε μία, γιατί ήθελε από τους κόπους του να τρώνε οι άλλοι, για να ‘χει κι αυτός μισθό μιμούμενος τον Απόστολο Παύλο, που έλεγε: «Αυτοί γινώσκετε ότι ταίς χρείας μου και τοίς ούσι μετ’εμού υπηρέτησαν αι χείραι αύται... ότι ούτω κοπιώντες δεί αντιλαμβάνεσθαι των ασθενούντων... μακάριον έστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πραξ. Κ΄34,35).
Το ίδιο έκανε και με τα λάχανα, τα ραδίκια και τα μαρούλια που φύτευε και όσα απ’αυτά γίνονταν, τα μοίραζε όλα στους Πατέρες, αυτός δε, έτρωγε τα πιο τραχειά χόρτα, τα οποία έβραζε, τα ανακάτευε με πίτουρα κι αυτό αποτελούσε την πιο ιδανική γι’αυτόν τροφή.
Για να τιμωρεί τον ευτό του δε φορούσε ποτέ παπούτσια ή άλλα υποδήματα, αλλά στα ανώμαλα και κακοτρόχαλα εκείνα μέρη του Αγίου Όρους, περπάταγε με γυμνά πόδια, τελείψως ανυπόδητος.Τα δε πόδια του, από τα πολλά κτυπήματα στις πέτρες και την αφόρητη ζέστη, που κάνει στα μέρη αυτά το καλοκαίρι, είχαν σκληρυνθεί κι είχαν γίνει σαν το όστρακο της χελώνας.
Έτσι γύριζε σ’όλους τους ερημίτες, μοίραζε τα λάχανα, τις πατάτες και το παξιμάδι που του στέλνανε από τα πλησιέστερα Μοναστήρια κι έλεγε: «Πάρτε Πατέρες και αδερφοί, φάτε από την ευλογία και τα δώρα που μας έδωκε φέτος ο Θεός».
Πηγή :agiooros. net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου