Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Ο Γερό Φιλάρετος. Μέρος γ'. Γεροντικό Αγίου Όρους.

Ο Γέρο-Φιλάρετος (γ΄ μέρος)

Πολλές φορές, για να τον περάσουν για τρελλό, έλεγε πολλά και ασυνάρτητα πράγματα, κι αυτό το ‘κανε με τόση φυσικότητα, που πολλοί τον νόμιζαν για τρελλό ή χαζό! Αυτός δε χαίρονταν και αισθάνονταν ικανοποίησι, που πολλοί αδερφοί είχαν πιστέψει πως πράγματι είναι τρελλός.

Εκ του λόγου τούτου, πολλοί τον κορόϊδευαν, τον περιφρονούσαν ή και τον βρίζανε ακόμη. Άλλοι πάλι τον δοκίμαζαν να ιδούν με ποιό σκοπό κάνει όλα αυτά τα πράγματα. Έτσι μια μέρα, ο Γέροντας των Δανιηλαίων Γερόντιος Μοναχός, ένας από τους πιο πρακτικούς και πεπειραμένους Μοναχούς, καλός αγιογράφος και άριστος μουσικός και ψάλτης, με πολλή σοβαρότητα, είπε στο Γέρο-Φιλάρετο: «Αδερφέ Φιλάρετε, συγχώρεσε με αλλά είσαι υποκριτής και ψεύτης, γυρίζεις ξυπόλητος και μας κάνεις τον άγιο, θέλεις με τον τρόπο αυτό να εντυπωσιάζεις τους ανθρώπους, για να πιστεύουν και να σε εγκωμιάζουν πως είσαι άγιος άνθρωπος. Και συ πιστεύεις στα εγκώμιά τους, φουσκώνεις και γεμίζεις από υπερηφάνεια και κενοδοξία. Ταλαίπωρε, δεν ξέρεις πώς θα κολασθείς που κάνεις αυτά τα πράγματα και σκανδαλίζεις τους αδερφούς;»

Τούτο έκαμε ο Γέρο-Γερόντιος, μπροστά στο Μοναχό Δανιήλ τον νεώτερο, ο οποίος μου είπε και με βεβαίωσε πως είδε το Γέρο-Φιλάρετο αμέσως μετά, από τα λόγια αυτά που του είπε ο Γέρο-Γερόντιος, να βάνει μετάνοια, ζήτησε συγχώρεσι και αφού σκανδαλίστηκε ο Γέρο-Γερόντιος, του λοιπού όταν πήγαινε στο ησυχαστήριο των Δανιηλαίων φορούσε κάτι παλιά και πολύ μεγάλα παπούτσια, τα οποία είχε πάντα στο ντορβά του κι όταν πλησίαζε στο σπίτι ταβανε στα πόδια του, για να μην σκανδαλίζει τους αδερφούς.

Το τακτικό φαγητό του ήταν φραγκόσυκα, που στην περιοχή των Καρουλιών βρίσκονται πολλά σαν φυσικά, διότι φαίνεται από πολύ παλιά χρόνια τα έχουν φυτέψει κι έχουν πολλαπλασιαστεί τόσο που έχουν γεμίσει τα βράχια. Τα φραγκόσυκα λοιπόν φρέσκα ή ξερά τα’τριβε όπως είναι με τ’αγκάθια, τα ανακάτευε με πίτουρα και τα έτρωγε άλλοτε ωμά κι άλλοτε ψημένα.

Είχε πολλή ευλάβεια στην Παναγία Θεοτόκο, κι όταν πρόφερε το όνομά της, τα μάτια του τρέχανε σα βρύσες τα δάκρυα. Όταν άκουγε ψαλμωδίες και μάλιστα να ψάλλεται το «Άξιον εστίν» έκλαιγε και γέμιζε χαρά και ευφροσύνη η καρδιά του.

Μια μέρα, ο πάτερ Δανιήλ, ρώτησε το Γέρο-Φιλάρετο: «Γέροντα Φιλάρετε, πολύν καιρό έχω που σε παρακολουθώ, και βλέπω πως όταν ψάλλουμε, αντί να χαίρεσαι όπως όλοι μας, εσύ κλαίς, γιατί; Τι είναι εκείνο που σε κάνει και κλαίς;» 

Αυτός τότε με δισταγμό είπε: «Πάτερ Δανιήλ, όταν ακούω να ψάλλουν οι αδερφοί, μεταφέρεται ο λογισμός μου, από τα γήϊνα στα ουράνια και μου φαίνεται πως ακούω τους Αγγέλους του Θεού να ψάλλουν, τότε ευφραίνεται η ψυχή μου και από τη χαρά μου τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Άλλοτε πάλι, αισθάνομαι την αμαρτωλότητά μου και κλαίω που δεν μπορώ κι εγώ να ψάλλω με τους επίγειους αυτούς Αγγέλους του Θεού, τότε και πάλι τρέχουν τα δάκρυά μου, γιατί λογίζομαι, πώς αν, με τους αδερφούς αυτούς εδώ στη γή, δεν μπορω να συμψάλλω, τότε πως θα αξιωθώ κι εγώ να δοξολογώ και να ψάλλω το όνομα Κυρίου του Θεού μας, με τα ουράνια Τάγματα των Αγγέλων να δοξολογώ και να υμνώ τον Κύριο; Εγώ ο ανάξιος και αμαρτωλός; Και απ’αυτές όλες τις σκέψεις μου αδερφέ, τρέχουν τα μάτια μου δάκρυα χαράς και λύπης μαζί κι αρχίζω μέσα μου να δοξολογώ το πάντιμο, πανάγιο και μεγαλοπρεπές όνομα Κυρίου του Θεού μας.»

Πηγή :agiooros. net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Εμφανιζόμενη ανάρτηση